Παράλιοι

Παράλιοι
Oνομάζονταν και Πάραλοι. Οι κάτοικοι της Παράλου γης, δηλαδή του παραλιακού διαμερίσματος της Αττικής. Ασχολούνταν με τη γεωργία και τα σχετικά με τη θάλασσα επαγγέλματα και ήταν ευπορότεροι από τους Διακρίους, οι οποίοι κατοικούσαν στις ορεινές περιοχές της Αττικής, και φτωχότεροι από τους Πεδιείς ή Πεδιασίους, που είχαν εγκατασταθεί σε πεδινά και γόνιμα διαμερίσματα. Ήταν υποστηρικτές του φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος και αντιπαθούσαν τόσο τις ολιγαρχικές επιλογές των πλούσιων γαιοκτημόνων όσο και τις επαναστατικές προθέσεις των φτωχών Διακρίων, που επιδίωκαν την ανατροπή του καθεστώτος και την κατάληψη των εύφορων εδαφών. Εξαιτίας όμως της διασποράς τους σε μακρινά μεταξύ τους διαμερίσματα δεν είχαν τη συνοχή και την αλληλεγγύη των Διακρίων και των Πεδιασίων, οι οποίοι σε στιγμές ανάγκης συγκεντρώνονταν εύκολα και γρήγορα. Το γεγονός αυτό, καθώς και το είδος των επαγγελματικών ασχολιών τους, τους εμπόδιζαν να αποκτήσουν πολιτική δύναμη, και πάντα ήταν οι ασθενέστεροι πολιτικά. Ωστόσο, είχαν ικανότατους ηγέτες, τους Αλκμεωνίδες, πολλοί από τους οποίους αναδείχθηκαν σε μεγάλες πολιτικές μορφές. Ο διαπρεπέστερος από αυτούς ήταν ο Κλεισθένης, ο οποίος ενίσχυσε το φιλελεύθερο και δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος της αρχαίας Αθήνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Παράλιοι — Παράλιος by the sea masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλιοι — παράλιος by the sea masc nom/voc pl παράλιος by the sea masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПАРАЛИИ —    • Παράλιοι, см.        1. Partes, Партии;        2. см. Πάραλος, Парал, 2 …   Реальный словарь классических древностей

  • παράλιος — α, ο / παράλιος και επικ. τ. παρράλιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κοντά στην παραλία, παραθαλάσσιος 2. το θηλ. ως ουσ. η παραλία βλ. παραλία 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παράλια οι εκτάσεις μιας χώρας κοντά στη… …   Dictionary of Greek

  • АЛЬПЫ —    • Alpes,          ( αι Άλπεις, τα Άλπεια oρη, м. б., от кельтского слова «alb», высокий), высочайший горный хребет Европы, большой дугой тянущийся вокруг верхней Италии от Sinus Ligusticus к северу и восточными отрогами своими соединяющийся …   Реальный словарь классических древностей

  • ПАРАЛ —    • Πάραλος,        1. см. Paralia, Паралия;        2. береговая полоса в Фессалии, принадлежавшая мелийцам. Жители этой страны назывались Παράλιοι (Thuc. 3, 92);        3. П. ναυ̃ς (на надписях Παραλία), священный корабль (трирема),… …   Реальный словарь классических древностей

  • МАЛИИ —    • Malienses,          Μαλιει̃ς, Μηλιει̃ς, народ в южной части Фессалии при заливе, который поэтому и назывался Малийским; отличался храбростью и опытностью в войне; особенно же славились малийские пращники и копейщики. Они разделялись, подобно …   Реальный словарь классических древностей

  • διάκριοι — (Α) 1. μία από τις πολιτικές μερίδες τών Αθηνών μετά τον Σόλωνα 2. οι κάτοικοι τής Διακρίας στην Εύβοια. [ΕΤΥΜΟΛ. Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζονται οι κάτοικοι τής Αττικής πριν από την εποχή τού Σόλωνος που κατοικούσαν στα υψηλά σημεία τής… …   Dictionary of Greek

  • Θερμαϊκός κόλπος — Κόλπος που σχηματίζεται στη βορειοδυτική άκρη του Αιγαίου Πελάγους, μεταξύ της χερσονήσου της Χαλκιδικής στα ανατολικά και των ακτών των νομών Θεσσαλονίκης, Ημαθίας και Πιερίας στα δυτικά. Από τον μυχό του έως την είσοδό του έχει μήκος 78 μίλια… …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”